- ψυχοτρώ(γ)ω
- ψυχόφαγα, βασανίζω την ψυχή κάποιου, φθείρω την υγεία του, καρδιοτρώω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.